- αρμός
- ο (AM ἁρμός)1. η συναρμογή δύο αντικειμένων2. η άρθρωση ή η κλείδωση των οστώννεοελλ.1. ρωγμή, χαραμάδα2. κορυφή βουνού ή λόφουαρχ.το μάνταλο της θύρας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἁρμός — joint masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρμός — ο 1. σημείο σύνδεσης ή συναρμογής, άρθρωση, κλείδωση. 2. η γραμμή που σχηματίζεται στα σημεία συναρμογής, η σχισμή, το κενό: Οι αρμοί στις πέτρες του τοίχου φαίνονται μεγάλοι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἁρμοῖς — ἁρμός joint masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρμοῖσι — ἁρμός joint masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρμοῖσιν — ἁρμός joint masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρμοί — ἁρμός joint masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρμοῦ — ἁρμός joint masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρμούς — ἁρμός joint masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρμῷ — ἁρμός joint masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρμόν — ἁρμός joint masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)